- μεταστατικός
- -ή, -ό (Α μεταστατικός, -ή, -όν) [μετάστατος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετάστασηνεοελλ.ιατρ. αυτός που οφείλεται στη μετάσταση ή αυτός που προέρχεται από μετάσταση (α. «μεταστατικός όγκος» β. «μεταστατικό απόστημα»)αρχ.αυτός που είναι ικανός να μετακινείται από μέρος σε μέρος.επίρρ...μεταστατικώς και μεταστατικά (Α μεταστατικῶς)με μεταστατικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.