μεταστατικός

μεταστατικός
-ή, -ό (Α μεταστατικός, -ή, -όν) [μετάστατος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μετάσταση
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που οφείλεται στη μετάσταση ή αυτός που προέρχεται από μετάσταση (α. «μεταστατικός όγκος» β. «μεταστατικό απόστημα»)
αρχ.
αυτός που είναι ικανός να μετακινείται από μέρος σε μέρος.
επίρρ...
μεταστατικώς και μεταστατικά (Α μεταστατικῶς)
με μεταστατικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταστατικά — μεταστατικός connected with neut nom/voc/acc pl μεταστατικά̱ , μεταστατικός connected with fem nom/voc/acc dual μεταστατικά̱ , μεταστατικός connected with fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστατικόν — μεταστατικός connected with masc acc sg μεταστατικός connected with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστατικοῦ — μεταστατικός connected with masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστατικῇ — μεταστατικός connected with fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστατική — μεταστατικός connected with fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστατικήν — μεταστατικός connected with fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστατικῶς — μεταστατικός connected with adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστατικῷ — μεταστατικός connected with masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταστατικάς — μεταστατικά̱ς , μεταστατικός connected with fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”